- ὁπλοθήκη
- ὁπλο-θήκη, ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὁπλοθήκη — armoury fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοθήκῃ — ὁπλοθήκη armoury fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοθήκη — Τόπος όπου φυλάσσονται τα όπλα των στρατιωτικών μονάδων ή συλλογές όπλων και πανοπλιών. Ο. ονομάζονται και τα μουσεία όπου φυλάσσονται παλιά όπλα και πανοπλίες. Η πλουσιότερη από τις συλλογές αυτές είναι ίσως της Μαδρίτης όπου, μεταξύ των άλλων,… … Dictionary of Greek
οπλοθήκη — η 1. αποθήκη όπλων. 2. έπιπλο με ειδικά κατασκευασμένες θέσεις για την τοποθέτηση όπλων, συνήθ. κειμηλίων. 3. θήκη του περιστρόφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλοθηκῶν — ὁπλοθήκη armoury fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοθῆκαι — ὁπλοθήκη armoury fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοθήκαις — ὁπλοθήκη armoury fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοθήκην — ὁπλοθήκη armoury fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοθήκης — ὁπλοθήκη armoury fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek